σοκολατοποιός

σοκολατοποιός
-ο, η, Ν
ειδικός που παρασκευάζει διάφορα είδη σοκολάτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοκολάτα + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σολοκατοποιία — η, Ν [σοκολατοποιός] βιομηχανία παραγωγής σοκολάτας και διαφόρων ειδών που παρασκευάζονται από σοκολάτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”